νίβομαι

νίβομαι
νίβομαι, νίφτηκα βλ. πίν. 8

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναπονίζω — ἐναπονίζω (Α) 1. πλένω, νίβω, ξεπλένω κάτι μέσα σε κάτι 2. μέσ. νίβομαι, πλένομαι, καθαρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • εξαπονίπτομαι — ἐξαπονίπτομαι (Μ) νίβομαι καλά, πλένομαι τελείως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”